χρωμόφοβος

χρωμόφοβος
-η, -ο, Ν
(ανατ.-βιολ.) (για κύτταρα και ιστούς) αυτός που δεν χρωματίζεται ή που χρωματίζεται δύσκολα, ο μη δεκτικός χρωματισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromophobe < χρώμα + -φοβος (< φόβος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”